Γράμμα στους φίλους μου

10:19:00 μ.μ.




Αθήνα , 31η Ιουλίου 2018


Αγαπημένοι μου,


αν και δεν το συνηθίζω σήμερα πήρα το βραδινό λεωφορείο για το σπίτι αντί για το μετρό. Λέω πως δεν το συνηθίζω, γιατί δεν περνάει σχεδόν ποτέ, μα σήμερα, θαρρείς, στάθηκα τυχερή. Οι περισσότεροι από εσάς εγκαταλείψατε, πριν από λίγες εβδομάδες την Αθήνα χάριν παραθερισμού, μα εγώ αυτήν την παραμονή Αυγούστου κάπως σας είδα να παρελαύνετε στην άσφαλτο, δίπλα κι ανάμεσα στα αχνά σημάδια που άφηναν οι μεγάλες ρόδες του δημοσίου οχήματος που επέβην και το οποίο αισθάνθηκα σαν ιδιωτικό, έτσι μισοάδειο και φουριόζικα- εξυπηρετικό, με τις κίτρινες χειρολαβές να ταλαντεύονται στην αχρηστία και τις πόρτες ν’ ανοίγουν, μόνο, για να κλείσουν ανόρεκτα από το περιττό της τυπικότητάς τους.

Σας είδα, λοιπόν, να περνάτε, ή μάλλον— είδα να περνούν κάποιοι που θύμιζαν εσάς σε απροσδιόριστη ηλικία. Σταθήκατε, λέει, στην άκρη του δρόμου και βαλθήκατε να γεμίζετε βαλίτσες και σακ— βουαγιάζ κι έπειτα— σας είδα να επιβαίνετε κι εσείς παρόμοια με το δικό μου λεωφορεία, διαφορετικά ο καθένας που χάνονταν σε διαφορετικούς δρόμους, αθηναϊκούς μεν αλλά με ονόματα, όπως «ΟΥΤΡΕΧΤΗ» ή «ΛΥΩΝ» ή «ΑΜΒΕΡΣΑ» κι άλλα που δεν μπόρεσα να διακρίνω. Σας κοίταζα να φεύγετε, μόνο, για να ανταμώσετε ξανά κάτω απ’ την φωτεινή επιγραφή που γράφει «ΦΕΛΙΖΟΛ», με μεγάλα κόκκινα γράμματα, να πιείτε μπύρα και να φάτε χοιρινά καλαμάκια με προκάτ τηγανιτές πατάτες στην καντίνα απέναντι απ’ την στάση. Ανταλλάξατε καρτ— ποστάλ απ’ τα ταξίδια σας και πήρατε πάλι άλλα λεωφορεία, άλλα απ’ το δικό μου και άλλα μεταξύ σας.

Στρίβοντας στο παλιό εργοστάσιο, βγαίνοντας στην μεγάλη λεωφόρο είναι εκεί που σας συνάντησα ξανά. Κάποιοι σφίγγατε τα χέρια κι άλλοι τα δόντια. Μερικοί έκλαιγαν κι άλλοι ερωτεύονταν και περνούσαν δαχτυλίδια κάτω απ’ την άσπρη λάμπα του δρόμου. Ορισμένοι ήσασταν μέσα σε μπαρ και πίνατε τα ίδια ποτά που πίνετε πάντα, καπνίζοντας με τον ίδιο τρόπο που καπνίζετε πάντα, αν και κάποιοι φάνηκε να είχατε αλλάξει δυό— τρεις φορές μάρκα τσιγάρων.

Σας είδα να σηκώνετε τηλέφωνα, να στέλνετε μηνύματα, mails, λουλούδια, «συλλυπητήρια», «συγχαρητήρια», «περαστικά». Να γράφετε ευχαριστήριες κάρτες, να μοιράζετε πρόθυμα τις επαγγελματικές σας, να υπαγορεύετε τον αριθμό και την ηλεκτρονική σας διεύθυνση. Μερικοί δίνατε ραντεβού κι άλλοι αγωνιούσατε για κάποια συνέντευξη, παίρνοντας δέκα βαθιές ανάσες πίσω απ’ το τιμόνι του μεταχειρισμένου ΙΧ σας, κοιτάζοντας τον πλαϊνό καθρέφτη, επαναλαμβάνοντας την ίδια κάθε φορά ενθαρρυντική σας κονσέρβα. Σχεδόν όλοι είχατε ακριβό ρολόι χειρός και κρατούσατε ατζέντες, filofax ή κάτι παρόμοιο, τέλως πάντων, σημειώνοντας με μαύρο μελάνι τις συναντήσεις, τις υποχρεώσεις σας και ατελείωτες λίστες για ψώνια με προϊόντα, όπως αρωματικά χώρου και μαρμελάδα βερίκοκο.

Παρατήρησα μερικούς μέσα σε σπίτια, ανάμεσα σε κούτες και ντελίβερι, να κουβαλάτε το βιος σας να το πηγαίνετε σε άλλα σπίτια με παρκέ, πάσο κουζίνας, φυτά εσωτερικού χώρου και μικροκαμωμένα μπαλκόνια. Κάποιοι υπογράφατε συμβόλαια, άλλοι ανοίγατε λογαριασμούς. Τις Κυριακές τρώγατε, λέει, σε μεγάλα τραπέζια, κάνατε προπώσεις κι ύστερα κοιμόσασταν με τα παράθυρα ανοιχτά— τις κουρτίνες να λικνίζονται βαριεστημένα και τον σιδερένιο ήλιο να διαφανίζει ανάμεσά τους.

Δυοτρεις τραβολογούσατε παιδιά και πηγαίνατε διακοπές στην θάλασσα και παστωνόσασταν με αντηλιακό και παστώνατε και τα παιδιά με αντηλιακό. Τους παίρνατε γρανίτες και τα παίζατε στην άμμο, αφού πρώτα τους είχατε φορέσει το χιλιο— βρεγμένο καπελάκι, για να γλιτώσουν την ηλίαση. Λίγο πιο κάτω είδα να τους βάζετε την τσάντα στην πλάτη και να τα στέλνετε σχολείο, να κλαίνε την πρώτη μέρα, να κλαίτε κι εσείς (κρυφά) την πρώτη μέρα, να τα μαλώνετε, να ψάχνετε αργότερα τις τσέπες τους και να ανακαλύπτετε έξαλλοι τρίμματα από καπνό και καβατζωμένους αναπτήρες.

Κάποιοι φορούσατε κρέμες κι άλλοι χτυπιόσασταν πάνω από ελλειπτικά, μερικοί κάνατε τατουάζ και δεν τα μετανιώσατε κι οι κοπέλες άλλαζαν χρώμα μαλλιών στους λουτήρες των κομμωτηρίων. Ήσασταν μια μαζί και μια χώρια, φιλιόσασταν σταυρωτά και πίνατε καφέδες σε άλλες πόλεις, σε άλλα στέκια, αναπολούμενοι τα τωρινά, λες κι υπήρξαν μόνο για ‘ σας.

Στο καφενείο δίπλα στην στάση που κατεβαίνω δυό γέροι τσακώνονταν για τα πολιτικά, μπορεί και για το ποδόσφαιρο. Διέκοψα για λίγο την φαντασίωσή μου κι επιστρέφοντας σε αυτήν σας βρήκα άλλοτε, να αγανακτείτε κι άλλοτε, να συμβιβάζεστε, να χτυπάτε τις γροθιές σας επάνω σε τραπέζια κι ύστερα να τις δένετε με διπλό επίδεσμο. Σας είδα να παίρνετε ασπιρίνες και παυσίπονα, να έχετε γιατρό, να πηγαίνετε για γενικές εξετάσεις και να κάνετε ετεροχρονισμένα μαθήματα Βιολογίας κάτω από τον πράσινο φωσφοριζέ σταυρό του φαρμακίου της γειτονιάς που υπόσχεται ανακούφιση σε σωληνάρια— αλοιφές και δισκία των 360mg.

Ένα σπίτι πιο δίπλα είχε αναμμένα μπλε λαμπάκια στο σαλόνι, χριστουγεννιάτικα θα ‘ταν, αλλά δεν βαριέσαι; Εκεί βρήκα πάλι εσάς να αναβιώνετε τα πάρτι των εφηβικών σας χρόνων— να χύνετε ποτά στους καναπέδες και να χορεύετε σαν μανιακοί με τις αγαπημένες μας μπάντες, μόνο που τώρα ακούγονταν παράφωνες και κάπως σαν να έπαιζαν από μακριά, από το δίπλα διαμέρισμα, ίσως. Εσείς χορεύατε, όμως, χορεύατε με ό,τι είχατε και φαινόσασταν τόσο γελοίοι και μπλε σαν τα χριστουγεννιάτικα μπιχλιμπίδια των γειτόνων για το ψευτο- εφέ.

Καθώς γύριζα το κλειδί στην εξώπορτα παρατήρησα ένα απορριμματοφόρο να περνά την ίδια ακριβώς στιγμή. Ό,τι ιδανικότερο θα μπορούσε να ζητήσει η αντι- ποιητική μου. Πάνω του ήσασταν εσείς και με καλούσατε κοντά σας σε κάτι που θύμιζε installation ντεκαντάνς, παρανοϊκού καλλιτέχνη. Στην μέση του δρόμου, όμως, και πάνω που πρόλαβα να σας δω όλους έναν— έναν καλά, δώσατε ένα σάλτο και εξαφανιστήκατε προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις, ενώ το απορριμματοφόρο τράβηξε ευθεία και χάθηκε ύστερα από λίγο στον ορίζοντα. Εγώ μπήκα στο σπίτι και άναψα το φως. Έπρεπε να σας διηγηθώ όσα είδα—

λοιπόν, αγαπημένοι μου...  

αν φτάσατε ώς εδώ, σημαίνει ότι είστε σπίτι μαζί μου τώρα. Είστε στην Αθήνα, την Αθήνα των 30 τ.μ. του δωματίου μου, στο μεγάλο καράβι της Αρλέτας που παίζει τώρα στ’ ακουστικά μου, της άναρχης δόμησης, της αμφίβολης αισθητικής, της πράσινης τέντας, της γόπας και της διαρκούς νοσταλγίας.

Ρισκάροντας να κατηγορηθώ για λογοκλοπή —πιθανότατα και για κοινοτοπία— θα κλείσω αυτό το γράμμα με κάτι που συγκράτησα απ’ όταν με αφήνατε να διαβάζω την αλληλογραφία σας. Σε ένα άλλο γράμμα που δεν προοριζόταν ποτέ για εμένα κάποιος από εσάς έγραψε το εξής που μου ακούγεται τόσο σαν χρησμός όσο και σαν ευχή——

« Όλα τα δύσκολα και τα ωραία βρίσκονται μπροστά σας.»


Σας φιλώ, να προσέχετε.



Η φέρελπις ως και—
δική σας αγαπημένη,

Μαρία-Νικη Z.





You Might Also Like

0 σχόλια

let's chat☺︎

Subscribe