(1)
Παρα-πότισα
τον υάκινθό μου.
Του
έβαλα
παραπάνω απ’όσο χρειαζόταν-
νερό.
Κι ο
καημένος,
μεθυσμένος
απ' την φροντίδα μου·
άρχισε
να σαπίζει-
πρώτα,
πρώτα
από
μέσα,
απ’τις
χοντρές ρίζες
προς
τα ψηλόλιγν’ άκρα,
τα
αγέννητ’ άνθη.
Κι
όταν απογοητευμένη αντίκρισα
το
ταλαίπωρο φυτό-
ανακάλυψα
τι σημαίνει·
έστω
και λίγο παραπάνω,
άκακο
νεράκι-
σε
χώμα υγρό και έτοιμο.
Παρα-πότισα
τον υάκινθό μου,
μα
σάμπως διψούσε;
(2)
Μην
σε ξεγελούν-
οι
χοντροί βολβοί,
το
τυλιγμένο γύρω-
απ’τα
πρασινωπά στρωσίδια-
σώμα,
τα
σφγιμένα
μέλη.
Κάτω
απ’τα σκεπάσματα του
κρύβεται·
δροσερός
υάκινθος,
ο
κόσμος,
που
σε περιμένει.
Άλλη
μια μέρα υπομονή.
(3)
Ο
υάκινθός μου,
άνοιξε
αμέσως
μετά τα χιόνια.
Λευκή
ανθοφορία,
ύστερ’ απ’το ίδιο το λευκό.
Φαντάζει
σύμπτωση,
θάρρεις,
ο
πρίγκιπας-
με το
απολλώνιο αίμα,
στα
μέσα του Χειμώνα.
Έπιασε
πάλι το σαράκι
τον
θεό
ή μήπως
θυμήθηκε
τον
αγαπητικό του
κι άφησε
έτσι,
βιαστικά,
Γενάρη
μήνα,
σε
‘μένα-
τι
τιμή!-
σε ένα
λουλούδι
φορεμένη
την ψυχή του,
μέσ’
στην μικρή γλαστρούλα,
ακριβή;
Θέλει
ο Ζέφυρος-καιρός-
την
φυλαγμένη,
κι όσο
ο άνεμος χτυπά,
τ’άνθη
ματώνουν.